πτερόφοιτος

πτερόφοιτος
πτερό-φοιτος,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτερόφοιτος — ον, Α πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”